αγρευτης

αγρευτης
    ἀγρευτής
    I
    -ῆρος ὅ Theocr. = ἀγρεύς См. αγρευς
    II
    -οῦ ὅ Soph. = ἀγρεύς См. αγρευς
    III
    -οῦ adj. m охотничий, ловецкий
    

(δόναξ, κάλαμοι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγρευτης" в других словарях:

  • αγρευτής — ἀγρευτής και δωρ. ἀγρευτάς, θηλ. ἀγρευτίς ( ίδος) [ἀγρεύω] 1. αγρεύς* 2. αγρευτικός* …   Dictionary of Greek

  • ἀγρευτής — hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευταῖς — ἀγρευτής hunter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευταῖσι — ἀγρευτής hunter masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευταί — ἀγρευτής hunter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτῇσι — ἀγρευτής hunter masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτῇσιν — ἀγρευτής hunter masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτήν — ἀγρευτής hunter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτῶν — ἀγρευτής hunter masc gen pl ἀγρευτός caught masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτά — ἀγρευτά̱ , ἀγρευτής hunter masc nom/voc/acc dual ἀγρευτής hunter masc voc sg ἀγρευτής hunter masc nom sg (epic) ἀγρευτός caught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτάν — ἀγρευτά̱ν , ἀγρευτής hunter masc acc sg (epic doric aeolic) ἀγρευτής hunter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»